ευγενής

ευγενής
-ές (ΑΜ εὐγενής, -ές, Α εὐηγενής, -ὲς και ἠϋγενής, -ές)
1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά
2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.)
3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.)
4. φρ. «ευγενή μέταλλα» τα πολύτιμα μέταλλα: χρυσός, πλατίνα και άργυρος
5. (για εξωτερική μορφή) αρχοντικός, έξοχος («εὐγενὲς πρόσωπον», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. «ευγενή αέρια» — το αργόν, το ήλιον κ.ά. αέρια τα οποία παρουσιάζουν χημική αδράνεια
νεοελλ.-μσν.
ο λεπτός στους τρόπους ή στη συμπεριφορά, ο ευγενικός
μσν.
1. γενναίος
2. όμορφος, κομψός
3. (ως τιμητική προσφώνηση) φρ. «κυρὰ χαρίτων, εὐγενὴς βασίλισσα Ροδάμνη»
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐγενής
α) ο εκ γενετής ελεύθερος
β) ο άρχοντας
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐγενές
η γενναιότητα
αρχ.
1. ο υψηλόφρων, ο γενναιόφρων («εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή», Σοφ.)
2. (για σύζυγο) γόνιμος («ὥσπερ εὐγενῆ χώραν ἐκτεκνώσασθαι παρασχεῑν», Πλούτ.)
3. (για ύφος) μεγαλοπρεπής («τὸ εὐγενὲς τῆς λέξεως», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γενής (< γένος), πρβλ. α-γενής, συγ-γενής. Η αρχ. σημασία τής λ. ήταν «αυτός που κατάγεται από καλή γενιά» και, συνεκδοχικά, ο «γενναιόφρων». Η σημασία «γενναίος» διατηρήθηκε και στη μεσαιωνική Ελληνική, αργότερα όμως μετέπεσε στη σημασία «όμορφος» και, στη συνέχεια, περιορίστηκε στο να δηλώνει «την καλή συμπεριφορά, τους καλούς τρόπους». Με τη σημασία αυτή χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική και το επίθ. ευγενικός. Στο ζεύγος ευγενής-ευγενικός ο λόγιος τ. ευγενής αναφέρεται και στην καλή καταγωγή, ενώ ο νεώτερος τ. ευγενικός δηλώνει μόνο αυτόν που συμπεριφέρεται με καλό τρόπο. Παράλληλη με τη λ. ευγενής σημασιολογική εξέλιξη παρουσιάζει και το αντίθετό της αγενής, που ξεκινώντας από τη σημασία «αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια» κατέληξε στη σημασία «αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐγενῆς — εὐγενής well born masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐγενής well born masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενής — well born masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐγένης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ο λεπτός στους τρόπους, αλλ. ευγενικός. 2. μτφ., για μέταλλα, αυτός που έχει αξία: Ευγενή μέταλλα (χρυσός, πλατίνα, άργυρος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐγενῆ — εὐγενής well born neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐγενής well born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐγενής well born masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενέστερον — εὐγενής well born adverbial comp εὐγενής well born masc acc comp sg εὐγενής well born neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενεστάτω — εὐγενής well born masc/neut nom/voc/acc superl dual εὐγενής well born masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενεστάτων — εὐγενής well born fem gen superl pl εὐγενής well born masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενεστέρων — εὐγενής well born fem gen comp pl εὐγενής well born masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐγενεῖ — εὐγενής well born masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐγενής well born masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”